- ξάφνισμα
- τό1) застигание врасплох; 2) внезапность, неожиданность; 3) удивление, ошеломление; испуг; 4) небольшой вывих
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξάφνισμα — ξάφνισμα, το και ξάφνιασμα, το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξαφνί(ά)ζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξάφνισμα — το βλ. ξάφνιασμα … Dictionary of Greek
ξάφνιασμα — και ξάφνισμα, το [ξαφνιάζω / ξαφνίζω] 1. φόβος ή έκπληξη από αιφνίδιο συμβάν 2. μικρό διάστρεμμα άρθρωσης, στραμπούλισμα … Dictionary of Greek